- συμφιλία
- η, ΝΑνεοελλ.1. η από κοινού συμβίωση ζώων τού ίδιου είδους2. βιολ. η κατάσταση κατά την οποία ένα είδος εντόμων ζει ως επισκέπτης στις φωλιές ενός άλλου είδους κοινωνικών εντόμωναρχ.αμοιβαία φιλία.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + φιλία. Η λ. ως νεοελλ. όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. symphilie].
Dictionary of Greek. 2013.